- επιστρωφώ
- ἐπιστρωφῶ, -άω (Α)1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.)2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.)3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στρωφώ (ποιητ. τ. τού στρέφω)].
Dictionary of Greek. 2013.